- εὐστάλεια
- εὐστάλ-εια [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A simple arrangement, Hp.Art.82.2 orderliness,
ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.
3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευστάλεια — εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α) [ευσταλής] 1. καλή διάταξη, τοποθέτηση 2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.) 3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα τού οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εὐσταλείᾳ — εὐσταλείᾱͅ , εὐστάλεια simple arrangement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)